Εὐμένιος

Εὐμένιος
Εὐμένης
masc gen sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ευμένιος — I (3ος αι. μ.Χ.). Ρωμαίος δάσκαλος της ρητορικής. Δίδαξε τη ρητορική τέχνη στον Κωνστάντιο τον Χλωρό και διετέλεσε διευθυντής της σχολής της γενέτειράς του. Το 289, σε δημόσια πανηγυρική ομιλία, εξήγησε τους λόγους που τον οδήγησαν να ξαναχτίσει… …   Dictionary of Greek

  • Евмений (Тамиолакис) — Епископ Евмений Επίσκοπος Εὐμένιος Епископ Лефкийский, викарий Германской митрополии c 15 января 1994 …   Википедия

  • Γορτύνης και Αρκαδίας, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη με έδρα τις Μοίρες Ηρακλείου. Υπάγεται στην ημιαυτόνομη Ορθόδοξη Εκκλησία της Κρήτης με εξάρτηση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Περιλαμβάνει 102 ενοριακούς ναούς, στους οποίους υπηρετούν 119 κληρικοί. Για την πλέον… …   Dictionary of Greek

  • ЕВМЕНИЙ — [греч. Εὐμένιος] († ок. 668), прп. (пам. 18 сент.), еп. (архиеп.) Гортинский. Краткие Жития Е. содержатся в Синаксаре К польской ц. (кон. Х в.) и в Минологии имп. Василия II (кон. Х нач. XI в.), уникальные сведения о святом приводятся также в… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”